- μπάντα
- Συγκρότημα πνευστών και κρουστών μουσικών οργάνων, προορισμένο για εμφανίσεις στο ύπαιθρο. Από την αρχαιότητα ο ήχος των αυλών, των σαλπίγγων και των κεράτων είχε ως λειτουργία να αναπτερώνει το ηθικό των στρατιωτών και να συνοδεύει τα τραγούδια της ειρήνης και του πολέμου. Σάλπιγγες και τύμπανα ξαναβρίσκονται στις μεσαιωνικές στρατιωτικές μονάδες, έως ότου κατά την περίοδο της Αναγέννησης, με την εμφάνιση των τακτικών στρατών, σχηματίζονται πραγματικές μπάντες ή στρατιωτικά σώματα μουσικής, που χρησιμοποιούν τα πιο χαρακτηριστικά όργανα της κάθε χώρας: γκάιντες (άσκαυλους) στη Σκοτία, πίφερα στη Γερμανία, όμποε και φλάουτα στη Γαλλία, στα οποία προστίθενται ταμπούρα, τύμπανα, το μεγάλο τύμπανο (γκρανκάσα) και τα πιάτα (κύμβαλα) που προέρχονται από την Τουρκία. Η στρατιωτική μουσική φτάνει στο αποκορύφωμά της στην εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ’, που αναθέτει στον Ζαν Μπατίστ Λιλί να συνθέσει εμβατήρια και ύμνους· τον 18o αι., ο Φρειδερίκος B’ της Πρωσίας, μουσικός ο ίδιος, προβαίνει σε ανασυγκρότηση της στρατιωτικής μουσικής. Η τελειοποίηση των οργάνων και η εφεύρεση καινούργιων διευκολύνει τον πολλαπλασιασμό αυτών των συγκροτημάτων, και τον 19o αι., με την ένταξη της ομάδας των σαξόφωνων, η μ. λαμβάνει την οριστική της μορφή. Μερικές φορές, όταν η σκηνική δράση απαιτεί και χορευτικά, η μ. εμφανίζεται και στο λυρικό θέατρο. Ένα εξαίρετο παράδειγμα αποτελεί το φινάλε της δεύτερης πράξης της όπερας Αΐντα του Βέρντι.
Για τις ανάγκες της αστικής ζωής – πατριωτικές ή θρησκευτικές γιορτές – εμφανίστηκαν τον 20ό αι. συγκροτήματα από δημοτικές μπάντες, με τους μουσικούς ντυμένους με στολές κατά τη στρατιωτική παράδοση.
Στην Ελλάδα, η ιστορία της αστικής ή δημοτικής μ., που ονομάζεται επίσης και «φιλαρμονική», συνδέεται άμεσα με τη μουσική δραστηριότητα και παράδοση της Επτανήσου, που όχι μόνο διαθέτει τα αξιολογότερα συγκροτήματα αυτού του είδους (το πρώτο από αυτά ιδρύθηκε το 1837 στην Κέρκυρα), αλλά και εξακολουθεί να εφοδιάζει με εκτελεστές, πνευστών κυρίως οργάνων, όλες τις νεοελληνικές συμφωνικές ορχήστρες.
Η μπάντα στην Ελλάδα συνδέεται ιδιαίτερα με τη μουσική δραστηριότητα και παράδοση των νησιών του Ιονίου· στη φωτογραφία, μια μπάντα της Κέρκυρας.
* * *και πάντα και μπάτα, η (Μ μπάντα και πάντα και μπάτα)1. πλευρό, πλάι2. η πλευρά τού πλοίουνεοελλ.1. απόμερη θέση, απόμακρο σημείο, άκρη («στάθηκα στην μπάντα για να μην καταλάβουν ότι τούς ακούω να καβγαδίζουν»)2. χειροποίητος τάπητας ή εργόχειρο που κρέμεται στον τοίχο κοντά στο κρεβάτι3. σπείρα κακοποιών, συμμορία4. ορχήστρα που αποτελείται από χάλκινα πνευστά όργανα («την Κυριακή θ' ακούσουμε τη μπάντα», Καρυωτ.)5. έγχρωμη ταινία στρατιωτικών στολών στις εξωτερικές ραφές τής περισκελίδας6. πλοήγηση πλοίου με τον αέρα στο πλάι, πλαγιοδρομία7. φρ. α) «κάνε στην μπάντα» — παραμέρισεβ) «κάτσε στην μπάντα» — μην αναμιγνύεσαι σε μια υπόθεσημσν.1. διεύθυνση, κατεύθυνση2. το σανίδωμα που αποτελεί την εσωτερική επένδυση τού πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. banda < αρχ. γερμ. bant].
Dictionary of Greek. 2013.